ἀμαυρώσει

ἀμαυρώσει
ἀμαύρωσις
darkening
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀμαυρώσεϊ , ἀμαύρωσις
darkening
fem dat sg (epic)
ἀμαύρωσις
darkening
fem dat sg (attic ionic)
ἀμαυρόω
make dim
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀμαυρόω
make dim
fut ind mid 2nd sg
ἀμαυρόω
make dim
fut ind act 3rd sg
ἀ̱μαυρώσει , ἀμαυρόω
make dim
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱μαυρώσει , ἀμαυρόω
make dim
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανεπισκότητος — ἀνεπισκότητος και ἀνεπισκότιστος, ον (AM) αυτός τον οποίο δεν επισκοτίζει, δεν αμαυρώνει ή δεν είναι δυνατόν να αμαυρώσει κάτι …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”